- ἀκραιπάλωτος
- ἀκραιπᾰλ-ωτος, ον, = foreg.3, Orib.Eup.1.12.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακραιπάλωτος — ἀκραιπάλωτος, ον (Α) [κραιπαλῶ] ο ακραίπαλος … Dictionary of Greek
ἀκραιπάλωτον — ἀκραιπάλωτος masc/fem acc sg ἀκραιπάλωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)